- φροντίστρια
- ἡ, ΜΑβλ. φροντιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φροντίστριαν — φροντίστρια guardian fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… … Dictionary of Greek